ἐπαυρίσκω

ἐπαυρίσκω
ἐπαυρίσκω
Grammatical information: v.
Meaning: `touch, participate, enjoy' (Il.).
Other forms: mostly -ομαι; ἐπαυρεῖ (H. Op. 419), aor. ἐπαυρεῖν, -έσθαι, fut. ἐπαυρήσομαι
Derivatives: ἐπαύρεσις `pleasure, gain' (Hdt., Demokr., Th.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. Proposal by Schwyzer 709 n. 3: *ἐπ-ᾱ-Ϝρ- to εὑρίσκω (s. v.). A form with another prefix in ἀπαυρίσκομαι `scoop food' (Hp. Nat. Puer. 26).
Page in Frisk: 1,532-533

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπαυρίσκω — ἐπαυρέω partake of pres subj act 1st sg ἐπαυρέω partake of pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… …   Dictionary of Greek

  • προσεπαυρίσκομαι — Α προσβάλλομαι επί πλέον από ασθένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπαυρίσκω «μετέχω, βρίσκω, φθάνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”